HHG
HYGEIA Hospital
METROPOLITAN HOSPITAL
ΜΗΤΕΡΑ
METROPOLITAN GENERAL
ΛΗΤΩ Μαιευτικό, Γυναικολογικό & Χειρουργικό Κέντρο
Creta InterClinic – Ιδιωτική Κλινική | Διαγνωστικό Κέντρο
Apollonion
aretaeio
Healthspot
Homecare
PLATON DIAGNOSIS
IVF
AlfaLab | Kέντρο Μοριακής Βιολογίας & Κυτταρογενετικής
CITYHOSPITAL
Digital Clinic
HEAL
Business Care
Y-Logimed Α.Ε.

Γενική Ιατρική

Η τήρηση των κανόνων ιατρικής ηθικής ως μέσο πρόληψης για κάθε δικαστική εμπλοκή

Ζητήματα ιατρικής ευθύνης απασχολούν όλο και πιο συχνά τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά και την κοινή γνώμη.

Γράφει η
Έλενα Παπαευαγγέλου, Δικηγόρος
Νομική Σύμβουλος Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ)

Οι κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν σήμερα, ο σπουδαίος ρόλος που διαδραματίζει στη ζωή μας η ιατρική και οι τεράστιες τεχνικές πρόοδοι που έχουν επιτευχθεί στη τέχνη του Ασκληπιού, συντέλεσαν ώστε ο ιατρός να κινείται διαρκώς μέσα σε έναν κύκλο νομικών σχέσεων και κινδύνων και να αντιμετωπίζει ανά πάσα στιγμή το ενδεχόμενο να κληθεί να λογοδοτήσει ενώπιον των δικαστηρίων για κάποια ενέργεια ή παράλειψή του.

Και, βεβαίως, έχουμε απομακρυνθεί από καιρού από τη θεωρία της απόλυτης ανευθυνότητας του γιατρού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δε θα πρέπει να μας προβληματίζουν τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στις ΗΠΑ και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι γιατροί ασκούν τη λεγόμενη “αμυντική ιατρική” και οι δικηγόροι ιδρύουν εταιρείες που ασχολούνται αποκλειστικά με την εξασφάλιση μεγάλων αποζημιώσεων για δυσαρεστημένους ασθενείς.

Εκείνο, όμως, που πρωτίστως θα έπρεπε να απασχολεί, ειδικά τον Έλληνα γιατρό, είναι η ενημέρωσή του όχι τόσο για την περιφρούρηση της ευθύνης του επ? ευκαιρία κάποιου συγκεκριμένου περιστατικού, αλλά γενικότερα για την ορθή άσκηση του επαγγέλματός του υπό το πρίσμα και ενδεχόμενης εμπλοκής του με τη δικαιοσύνη. Η ενημέρωση του γιατρού για τις διάφορες πτυχές και τα ζητήματα της ιατρικής ευθύνης αποτελούν ίσως την καλύτερη πρόληψη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του γιατρού και του ασθενή, όπως καθορίζονται από την κοινωνία, είναι σημαντικά για να μειώσουν τις πιθανές συγκρούσεις και εντάσεις, δικαστικές και μη, στην ιατρική πρακτική, όχι όμως και να τις εξαλείψουν.

Οι κύριες αρχές
Είναι φανερό ότι η δεοντολογία γεννήθηκε από την ανάγκη θέσπισης κανόνων έτσι ώστε ο γιατρός να κινείται στο πλαίσιο της κρατούσας ηθικής και να ανταποκρίνεται στην αποστολή του. Οι κανόνες της ιατρικής δεοντολογίας που καθορίζουν τη συμπεριφορά του απέναντι στον ασθενή και την πολιτεία, όπως αναφέρονται από πολύ παλιά, αποκτούν σήμερα, στο πλαίσιο μίας διάχυτης καταδιωκτικής διάθεσης στην ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερη σημασία και νόημα.

Η τήρησή τους στην καθ? ημέρα πράξη είναι η καλύτερη πρόληψη έναντι της εμπλοκής του γιατρού με τη δικαιοσύνη.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι υπήρχαν και υπάρχουν ηθικές αρχές που ήταν και είναι αποδεκτές από όλους, δηλαδή από την κοινωνία και τους γιατρούς. Η ιατρική πολύ πρώιμα αυτές τις αρχές τις έκανε κανόνες της, από την εποχή ακόμη που ήταν μόνο κοινωνική δραστηριότητα, και προσπάθησε να τις εφαρμόσει και όταν έγινε αμειβόμενο επάγγελμα.

  • Η φιλανθρωπία ξεκίνησε από τους γιατρούς των πρωτόγονων κοινωνιών και πρέπει να ήταν η κύρια αρετή του γιατρού της κοινότητας.
  • Η φιλαλήθεια σήμαινε πάντα σεβασμό προς τον άνθρωπο και την προσωπικότητά του.
  • Η έφεση προς την αλήθεια και τη σωστή γνώση υπήρχε ανέκαθεν στην ιατρική ως επιστημονική αναζήτηση και επιδίωξη του γιατρού για την ικανοποίηση αναγκών της επιστήμης του.
  • Το κοινωνικό χρέος επίσης υπήρξε ηθικός κανόνας που είχε ως βάση του την αυτονόητη υποχρέωση αυτού που γνωρίζει, να βοηθήσει όσους δεν γνωρίζουν, χωρίς αμοιβή για την προσφορά αυτή. Αυτές ήταν -και οι περισσότερες εξακολουθούν να είναι- οι βασικές αρχές ανεξάρτητα από θρησκεία ή φιλοσοφική τοποθέτηση ή ηθική και γενικότερα αναγνωρίζονται ως βασικοί κανόνες για την άσκηση της ιατρικής. Ανεξάρτητα από το στεγνό κείμενο μιας αγωγής ή μήνυσης, την τήρηση αυτών των αρχών αναζητά ο δικαστής.

Το καθήκον της περίθαλψης
Το καθήκον περίθαλψης με βάση τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και τεχνολογικά μέσα είναι βεβαίως η πρώτιστη υποχρέωση του γιατρού (πρβλ. Ν. 3418/2005). Ο γιατρός, όμως, δεν έχει ούτε καθήκον ούτε και ευθύνη αποτελέσματος, υπό την έννοια ότι δεν εγγυάται ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, την ίαση. Εγγυάται και ευθύνεται μόνο για τα μέσα που χρησιμοποίησε κατά την άσκηση του επαγγέλματός του.

Γίνεται δεκτό ότι η οφειλομένη από το γιατρό προσοχή δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί σχηματικά και δογματικά εκ προοιμίου, αλλά βρίσκεται πάντοτε σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Οι υπαίτιες ενέργειες και παραλείψεις του δεν είναι δυνατόν να τυποποιηθούν, δεδομένου ότι κάθε ιατρικό περιστατικό παρουσιάζει μοναδικότητα και ιδιοτυπία καθοριστική των ενδεδειγμένων ενεργειών του γιατρού και προσδιοριστική της επιμέλειας την οποία πρέπει αυτός, και κάθε μέσος συνετός γιατρός στη θέση του, να καταβάλει.

Λαμβανομένου εξάλλου υπόψη ότι στην ιατρική, κατ? αρχάς και κατά βάση, γίνεται αποδεκτό το αξίωμα ότι «δεν υπάρχουν ασθένειες, αλλά ασθενείς» και ότι οι κανόνες της ιατρικής, ακόμη και οι θεμελιώδεις, δεν είναι απόλυτοι, αλλά σχετικοί, διατυπούμενοι με μόνο σκοπό τη συστηματοποίηση της γνώσεως, ανακύπτει σαφής και επιτακτική η αξίωση όπως τα δεδομένα της επιστήμης εξετάζονται πάντοτε σε σχέση και συνάρτηση με τις κατ? ιδίαν συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.

Αυτό φαίνεται να διαφεύγει πολλές φορές της προσοχής των ίδιων των γιατρών, οι οποίοι στο πλαίσιο της επικοινωνίας ή της ενημέρωσης του ασθενούς τους μιλούν για «απλή επέμβαση», «επέμβαση ρουτίνας» ή «σίγουρα αποτελέσματα»μιας θεραπευτικής προσέγγισης, δημιουργώντας λανθασμένες εντυπώσεις, αντιλήψεις και προσδοκίες στους ασθενείς τους, οι οποίοι βέβαια εύλογα θα αντιμετωπίσουν ακόμη και την προβλέψιμη, σύμφωνα με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, επιπλοκή, για την οποία δεν ευθύνεται ο γιατρός, ως θεραπευτική αστοχία του, ως ιατρικό λάθος.

Το καθήκον περίθαλψης δεν σταματά ξαφνικά με την ολοκλήρωση της επέμβασης ή της θεραπείας. Η φροντίδα και η επικοινωνία του γιατρού στο άμεσο, αλλά και στο απώτερο μέλλον είναι υποχρέωσή του προκειμένου να ελέγξει την πορεία του ασθενούς. Η ευθύνη του χειρουργού δεν σταματά με την ολοκλήρωση της επέμβασης, η ευθύνη του αναισθησιολόγου δεν σταματά με τη χορήγηση της νάρκωσης και η ευθύνη του παθολόγου δεν σταματά με τη χορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής. Η εντύπωση του ασθενή ότι ο γιατρός «εξαφανίστηκε» μετά την επέμβαση, αποτελεί και αυτή συχνά αιτία δυσαρέσκειάς του.

Ενημέρωση και σχέση εμπιστοσύνης
Η πλημμελής ενημέρωση για την προεγχειρητική και κυρίως για τη μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς ή για την περίοδο θεραπείας γενικότερα και τις επιπτώσεις τους στην καθημερινή ζωή και τις συνήθειές του, είναι συχνά η αιτία που η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εκείνου και του γιατρού διαταράσσεται και οδηγεί σε εμπλοκή με τη δικαιοσύνη. Και βεβαίως η ενημέρωση του ασθενούς δεν είναι κάτι απλό, απαιτεί χρόνο, υπομονή και συχνά επιμονή του γιατρού. Αποτελεί, όμως, καθήκον του.

Κι αυτό για έναν πρόσθετο λόγο: γιατί και η πιο απλή ιατρική πράξη είναι μη νόμιμη αν προηγουμένως δεν έχει ρητά συγκατατεθεί ο ασθενής έπειτα από πλήρη και σαφή ενημέρωσή του.  Είναι συχνό το φαινόμενο οι ασθενείς να αναφέρουν ότι δεν θα αποφάσιζαν να συγκατατεθούν σε μια επέμβαση ή θεραπεία αν γνώριζαν το χρόνο αποκατάστασης ή τις επιπτώσεις στην καθημερινή τους ζωή.

Το ζήτημα της ιατρικής ενημέρωσης, και γενικότερα μιας ορθής, υγιούς και αληθινής επικοινωνίας με τον ασθενή, είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Πηγάζει από την ίδια τη φύση της σχέσης μεταξύ ιατρού και ασθενούς ως σχέσης εμπιστοσύνης και συχνά αποτελεί το κύριο αίτιο δικαστικής εμπλοκής.

Γίνεται πάντως δεκτό ότι υπάρχει ηθική και νομική υποχρέωση του ιατρού (πρβλ. και άρθρο 11 του Ν. 3418/2005) να ενημερώσει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή τις επιπλοκές από την εκτέλεσή της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και για τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων και συνεπειών της κατάστασής του και να προχωρεί, ανάλογα, στη λήψη αποφάσεων. Το περιεχόμενο, το μέτρο και η έκταση της ενημέρωσης, προφορικής ή έγγραφης (που πάντως συνιστά μόνο δικαστικό τεκμήριο) είναι ένα μεγάλο ζήτημα.

Γενικότερα, όμως, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η καλή σχέση με τον ασθενή που είναι ευθύνη κάθε γιατρού που σέβεται τον ασθενή του και το λειτούργημά του, είναι το ασφαλέστερο μέσο πρόληψης οποιασδήποτε πειθαρχικής ή δικαστικής εμπλοκής.

Ο ιατρικός φάκελος του ασθενούς
Πρώτιστο ίσως μέσο πρόληψης και άμυνας και συνακόλουθα μέλημα του ιατρού θα πρέπει να είναι η σωστή τήρηση του ιατρικού φακέλου που συντάσσεται σε ανύποπτο χρόνο -πριν από την ατυχή έκβαση του περιστατικού- και για το λόγο αυτό αποτελεί σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο. Η πλημμελής τήρηση του αρχείου ή του φακέλου του ασθενούς αποτελεί όχι μόνο παράβαση της αντίστοιχης υποχρέωσής του, αλλά και συχνά παγίδα για το γιατρό.

Κι αυτό γιατί όχι μόνο δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει σωστά την πορεία του ασθενούς του, αλλά κυρίως γιατί, όταν παραλείπει να σημειώσει κάποιες «λεπτομέρειες» ενδεχομένως από ιατρικής απόψεως, όταν δεν είναι εξαιρετικά προσεκτικός στην καταγραφή όλων των γεγονότων και πράξεών του, που αποδεικνύουν εν τέλει και την επιμέλειά του στην αντιμετώπιση του περιστατικού, αποστερεί τελικά τον εαυτό του από ένα βασικό μέσο άμυνας, που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί ενώπιον του δικαστηρίου.

Τέλος, ακόμη και αν ένα περιστατικό δεν έχει την απόλυτα επιτυχή πορεία που ο γιατρός και ο ασθενής ανέμεναν, το πραγματικό ενδιαφέρον του γιατρού, η εμμονή του για την τελική αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς του, συνιστούν ηθική, αλλά και νομική υποχρέωσή του, ίσως τελικά το σημαντικότερο μέτρο πρόληψης μιας ενδεχόμενης δικαστικής εμπλοκής.

Η πλημμελής ιατρική συμπεριφορά, ένα διαγνωστικό σφάλμα, μια θεραπευτική αστοχία ή ένα τεχνικό σφάλμα συνιστούν ιατρικό – ανθρώπινο λάθος και είναι δυνατόν, εφόσον οδηγήσουν στη σωματική βλάβη ή στο θάνατο του ασθενούς, να οδηγήσουν συνακόλουθα και στην ποινική ή αστική ευθύνη του γιατρού. Αυτό είναι δίκαιο για τον ασθενή, αλλά και για το γιατρό, όπως και για κάθε επαγγελματία. Όμως, οι περιπτώσεις αυτές είναι λίγες.

Η προσοχή των γιατρών, που σε καμία περίπτωση βεβαίως δεν επιθυμούν τη βλάβη της υγείας του ασθενούς τους, πρέπει να εστιάσει στην τήρηση της ιατρικής ηθικής και δεοντολογίας στην ανταπόκρισή τους στις κύριες και παρεπόμενες υποχρεώσεις τους προς αυτόν, όπως αυτές ρητώς αναφέρονται στον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας, οι οποίες μπορούν, ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπάρχει ιατρικό λάθος, να τους εμπλέξουν σε πολυετείς δικαστικούς αγώνες για την απόδειξη της αθωότητάς τους.

Είναι λανθασμένη η επιλογή του γιατρού από το φόβο του ποινικού ελέγχου ή της αστικής του καταδίκης σε αποζημίωση να καταφεύγει σε άσκηση κάθε είδους «αμυντικής ιατρικής», αποφεύγοντας σε βάρος του ασθενούς ενέργειες, στις οποίες θα μπορούσε να είχε προβεί ή, αντίθετα, προβαίνοντας σε ενέργειες που δε στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα και δεν αποβλέπουν αποκλειστικά στο συμφέρον του ασθενούς.

Αντί επιλόγου
Μια επιπλοκή ή ακόμη και μια θεραπευτική αστοχία, ένα ανθρώπινο λάθος του θεράποντος ιατρού που στη συνέχεια αντιμετωπίστηκε με την επιμονή και τη φροντίδα του, είναι αποδεκτή από τον ασθενή. Εκείνο που δεν συγχωρείται, εκείνο που συχνά οδηγεί το γιατρό στο δικαστήριο είναι η -πραγματική ή μη- υπεροψία, η αδιαφορία, η κακή συμπεριφορά ή η φυγή του, όταν το περιστατικό δεν εξελίχθηκε όπως αναμενόταν, η παράβαση δηλαδή των κανόνων της ιατρικής δεοντολογίας.

Η προσήλωση στο ιατρικό καθήκον, το πραγματικό ενδιαφέρον, η υγιής και καλή σχέση με τον ασθενή αποτελούν το βασικό άξονα πρόληψης και άμυνας σε κάθε ενδεχόμενη δικαστική εμπλοκή.
Στο πλαίσιο αυτό η ιατρική δεοντολογία και η ιατρική ηθική αποκτούν στις μέρες μας, και σε αυτές που θα ακολουθήσουν, ξανά ξεχωριστή αξία.

Όπως σε κάθε περίοδο κρίσης, στο πλαίσιο μιας κρίσης στη σχέση γιατρού και ασθενούς, η προσήλωση του πρώτου στο καθήκον του, βεβαίως, αλλά και παράλληλα στις βασικές αρχές της ιατρικής δεοντολογίας και στην καλή επαφή και σχέση με τον ασθενή του είναι το καλύτερο μέσο πρόληψης και άμυνας στο φαινόμενο της αμφισβήτησης που σήμερα βιώνει το ιατρικό σώμα και στη χώρα μας.

Bιβλιογραφία
1. Λασκαρίδης Ε. Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012.
2. Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη Ι. Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς. Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1993.
3. Κότσιανος Στ. Ιατρική Ευθύνη. Θεσσαλονίκη 1977.

Ιούλιος 2014