HHG
HYGEIA Hospital
METROPOLITAN HOSPITAL
ΜΗΤΕΡΑ
METROPOLITAN GENERAL
ΛΗΤΩ Μαιευτικό, Γυναικολογικό & Χειρουργικό Κέντρο
Creta InterClinic – Ιδιωτική Κλινική | Διαγνωστικό Κέντρο
Apollonion
aretaeio
Healthspot
Homecare
PLATON DIAGNOSIS
IVF
AlfaLab | Kέντρο Μοριακής Βιολογίας & Κυτταρογενετικής
CITYHOSPITAL
Digital Clinic
HEAL
Business Care
Y-Logimed Α.Ε.

Δερματολογία

Απαντήσεις σε συχνά ερωτήματα που αφορούν στο μελάνωμα

Το μελάνωμα του δέρματος αποτελεί την πιο επιθετική και θανατηφόρα μορφή καρκίνου του δέρματος και προέρχεται από τα μελανοκύτταρά του. Τα μελανοκύτταρα είναι τα κύτταρα που παράγουν μελανίνη και δίνουν το μελανό χρώμα στο δέρμα μας. Ως εκ τούτου το μελάνωμα είναι συνήθως σκούρο καφέ. Ξεκινά ως ένα εντοπισμένο ογκίδιο, που όμως κατά την πρόοδο της νόσου μπορεί να δώσει μεταστάσεις στους λεμφαδένες και σε όργανα, όπως στους πνεύμονες, στο ήπαρ, στα οστά και στον εγκέφαλο. Δηλαδή ενώ πρόκειται για βλάβη του δέρματος, συχνά δίνει μεταστάσεις στους λεμφαδένες ή σε εσωτερικά όργανα. Σπάνια αναπτύσσεται εκτός δέρματος, όπως στο μάτι, στο βλεννογόνο της στοματικής κοιλότητας, στο βλεννογόνο του πεπτικού σωλήνα, στα γεννητικά όργανα και στο ουροποιητικό σύστημα.

Γράφει ο
Δημήτρης Δ. Τσιφτσής
Καθηγητής Χειρουργικής Ογκολογίας, Δ/ντής E’ Χειρουργικής Κλινικής ΥΓΕΙΑ

Πώς τίθεται η διάγνωση;

Παρά τις βοηθητικές καθοδηγητικές οδηγίες που καθιστά μια μελαγχρωματική βλάβη ως ύποπτη, πρακτικά παραμένει αδύνατο να καθοριστεί τέτοια βλάβη με βεβαιότητα ως μελάνωμα από την κλινική εξέταση μόνο, ακόμη και από τον πιο έμπειρο ειδικό. Αρκετές ύποπτες μελαγχρωματικές βλάβες τελικά αποδεικνύονται καλοήθεις. Η διάγνωση τεκμηριώνεται μόνο με τη χειρουργική αφαίρεση και την ιστολογική εξέταση της βλάβης με ύποπτα κλινικά χαρακτηριστικά. Συνήθως αφαιρείται με τοπική αναισθησία ολόκληρη η βλάβη και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις ένα τμήμα της για να σταλεί για ιστολογική εξέταση. Η εξέταση από τον παθολογανατόμο θα δείξει εάν πρόκειται για μελάνωμα. Η ιστολογική εξέταση προσφέρει πληροφορίες που σχετίζονται με την πρόγνωση και χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό της κατάλληλης θεραπείας του ασθενούς. Συμπερασματικά, μόνο η βιοψία της βλάβης μπορεί να μας πει με σιγουριά εάν πρόκειται για μελάνωμα.

Ποιες δερματικές βλάβες είναι ύποπτες;

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κάποιες σκούρες κηλίδες πάνω στο δέρμα τους (ελιές, σπίλους, σημάδια εκ γενετής). Οι περισσότερες μελαγχρωματικές βλάβες είναι καλοήθεις και ακίνδυνες, αλλά μερικές μπορεί να είναι τελικά μελάνωμα. Το μελάνωμα αναπτύσσεται ως ένα μελανό σκούρο ή καφέ, επίπεδο ή οζώδες ογκίδιο εκ νέου ή σε μια προϋπάρχουσα μελαγχρωματική βλάβη. Ακόμη, μπορεί να εμφανίζεται ως ογκίδιο με το ίδιο χρώμα του δέρματος (αμελανωτικό μελάνωμα). Πρέπει να προσέχουμε οποιαδήποτε αλλαγή μιας προϋπάρχουσας μελαγχρωματικής δερματικής βλάβης καθώς και κάθε νεοεμφανιζόμενη μελαγχρωματική βλάβη. Η κλινική διάγνωση του παραμένει πολύ δύσκολη και σαφώς κάθε αλλαγή στο χρώμα, μέγεθός ή σχήμα δεν είναι ενδεικτική για μελάνωμα. Υπάρχουν μερικά χαρακτηριστικά που κάνουν τη βλάβη ύποπτη για μελάνωμα. Εκτός από τη σημαντική παρατήρηση της αλλαγής της βλάβης πρέπει να προσέχουμε σε κάθε μελαγχρωματική βλάβη του δέρματος τα κλινικά ABCD(E) κριτήρια του μελανώματος. Το Α αντιστοιχεί στην ασυμμετρία (Asymmetry) που παρουσιάζουν τα περισσότερα μελανώματα, ενώ το Β στα ανώμαλα όρια (Borders) που έχουν τα μελανώματα και το C στη δυσχρωμία (Colour). Οι συνηθισμένες ‘ελιές’ έχουν συνήθως μια απόχρωση του καφέ, ενώ οι σύγχρονες διάφορες αποχρώσεις του καφέ ή μαύρου υποδηλώνουν το κίνδυνο να πρόκειται για ένα μελάνωμα. Το D αντιστοιχεί στη διάμετρο (Diameter), που ξεπερνά στο μελάνωμα συχνά το 6 χιλ. Τα πρώιμα μελανώματα τείνουν να φτάσουν σε μεγαλύτερο μέγεθος από τις συνηθισμένες καλοήθεις μελαγχρωματικές βλάβες. Μερικοί προσθέτουν το γράμμα Ε, που αντιστοιχεί στην ανύψωση (Elevation) που υπάρχει σε μια υποομάδα μελανωμάτων ή στην αλλαγή (Evaluation) χαρακτηριστικών μιας μελαγχρωματικής βλάβης, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως. Κνησμός, αιμορραγία και εξέλκωση με εφελκίδα (κάκαδο, κρούστα) της βλάβης αποτελούν άλλα πιθανά συμπτώματα. Όταν κάποια δερματική βλάβη θεωρείται ύποπτη ή ακόμη και όταν υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά στον χαρακτήρα της, ο ασθενής πρέπει να συμβουλευτεί ένα ειδικό ιατρό, είτε έναν που εργάζεται στη Μονάδα είτε άλλον δερματολόγο ή χειρουργό με εμπειρία σχετική με το μελάνωμα. Όσο νωρίτερα τίθεται η διάγνωση τόσο καλύτερη είναι η πρόγνωση.

Ποια είναι η συχνότητα εμφάνισης του μελανώματος;

Η συχνότητα εμφάνισης του μελανώματος αυξάνεται ταχύτερα από οποιοδήποτε άλλο συμπαγή όγκο. Στην Η.Π.Α. το μελάνωμα του δέρματος αποτελεί σήμερα το 4% των κακοηθών νεοπλασιών και είναι η έκτη συχνότερη κακοήθεια σε άνδρες και γυναίκες. Στην Ελλάδα η συχνότητα εμφάνισης του είναι σαφώς μικρότερη από αυτήν στη βόρεια και δυτική Ευρώπη, ενώ είναι παρόμοια με αυτήν των νοτίων ευρωπαϊκών χώρων, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Μάλτα. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα η διάγνωση τίθεται 4 φορές ανά 100.000 κατοίκους, δηλαδή παρουσιάζονται περίπου 440 νέες περιπτώσεις ανά έτος σε ολόκληρη τη χώρα.

Πως προκαλείται το μελάνωμα;

Όπως στις περισσότερες κακοήθειες δεν είναι απολύτως γνωστό πως προκαλείται το μελάνωμα. Υπάρχουν παράγοντες που σχετίζονται με τον ασθενή, όπως αναφέρονται στην απάντηση της ερώτησης ‘Ποιοι πρέπουν να προσέχουν περισσότερο;’ καθώς και εξωγενείς παράγοντες κινδύνου. Η ηλιακή ακτινοβολία θεωρείται ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για ανάπτυξη μελανώματος. Η επίδραση του ηλίου και ειδικά της UVB ακτινοβολίας επιφέρει αλλαγές στη βιολογική συμπεριφορά των κυττάρων, με αποτέλεσμα τη συχνότερη ανάπτυξη επιθηλιωμάτων δέρματος, καρκίνου του δέρματος καθώς και μελανώματος. Η διακοπτόμενη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, όπως κατά την ηλιοθεραπεία στις διακοπές, είναι πιο επικίνδυνη από την συνεχόμενη ή την επαναλαμβανόμενη κατά μικρά χρονικά διαστήματα, όπως η εργασιακή έκθεση στους αγρότες και οικοδόμους. Επίσης αναπτύσσεται το μελάνωμα σε νεότερη ηλικία μετά από διακοπτόμενη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία. Στα τελευταία χρόνια, ένας σημαντικός παράγοντας αποτελεί η μείωση του στρατοσφαιρικού όζοντος, το οποίο δρα σαν φίλτρο και μας προστατεύει, απορροφώντας κυρίως την UVB ακτινοβολία. Όχι μόνο η ηλιακή ακτινοβολία, αλλά και η έκθεση στην τεχνητή υπεριώδη ακτινοβολία (solarium) συνεισφέρει στην εμφάνιση μελανώματος. Όμως σίγουρα υπάρχουν άλλοι, ακόμη άγνωστοι, παράγοντες που παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη του, αφού εμφανίζονται και στις περιοχές του σώματος που δεν εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία, όπως στο πέλμα, στον πεπτικό σωλήνα κλπ. Χημικές ουσίες, η διατροφή και ο χρόνιος ερεθισμός μελαγχρωματικών βλαβών θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη διαδικασία αυτή.

Ποιοι πρέπει να προσέχουν περισσότερο;

Άτομα ξανθά με φακίδες στο πρόσωπο, άτομα με κόκκινα ή πυρόξανθα μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια, άτομα με μελαγχρωματικές δερματικές βλάβες σε περιοχές του σώματος που εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία καθώς και άτομα με μεγάλο αριθμό μελαγχρωματικών σπίλων έχουν αυξημένη πιθανότητα να αναπτύξουν μελάνωμα του δέρματος. Επίσης άτομα που έχουν ιστορικό σοβαρών ηλιακών εγκαυμάτων, ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία, κινδυνεύουν περισσότερο. Τέλος, άτομα στους οποίους έχουν αφαιρεθεί δυσπλαστικοί ή άτυποι σπίλοι ή είχαν μελάνωμα στο παρελθόν καθώς και αυτοί με ιστορικό μελανώματος στην οικογένεια έχουν σαφώς αυξημένη πιθανότητα μελανώματος στο μέλλον.

Είναι το μελάνωμα κληρονομικό;

Γενικώς, το μελάνωμα δεν είναι τυπικά κληρονομική νόσος. Στην πλειοψηφία (95%) των περιστατικών με μελάνωμα δεν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό. Όμως, οι κοντινοί συγγενείς ενός ασθενή με μελάνωμα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν παρόμοια βλάβη. Το μελάνωμα μπορεί να παρουσιάζει οικογενή χαρακτήρα και τότε μεταβιβάζεται στις οικογένειες είτε με τη μορφή μελανώματος είτε με τη μορφή άλλων δερματικών βλαβών, όπως των δυσπλαστικών και των άτυπων σπίλων, που αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες για την ανάπτυξη μελανώματος. Τις περισσότερες φορές η οικογενής ανάπτυξη μελανώματος σχετίζεται με το σύνδρομο δυσπλαστικών σπίλων ή άτυπων σπίλων, που είναι μια συγγενής νόσος που κληρονομείται με αυτοσωματικό επικρατές γονίδιο και χαρακτηρίζεται από αυξημένη προδιάθεση ανάπτυξης δυσπλαστικών σπίλων και μελανώματος. Στις περιπτώσεις ανάπτυξης μελανώματος σε άτομα αυτών των οικογενειών, αυτό εμφανίζεται συνήθως σε νεαρότερη ηλικία. Γι’ αυτό το λόγο τα άτομα αυτών των οικογενειών πρέπει να εξετάζονται τακτικά από ηλικίας 10 ετών περίπου.

Ποια μέτρα πρόληψης μπορούμε να εφαρμόζουμε;

Όπως παντού στην ογκολογία, η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία. Δεδομένου ότι η χώρα μας παρουσιάζει αυξημένη ηλιοφάνεια πολλούς μήνες του χρόνου πρέπει να λαμβάνουμε προληπτικά μέτρα για να μειώσουμε την πιθανότητα ανάπτυξης μελανώματος. Η προφύλαξη από την ηλιακή ακτινοβολία, τον κυριότερο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη μελανώματος, περιλαμβάνει την αποφυγή του ηλίου κατά τις ώρες υψηλής ηλιοφάνειας (12 έως 4 μ.μ.), τη χρήση αντηλιακών υψηλής δείκτης προστασίας (15 και πάνω) και συχνής επανάληψης της επάλειψης και όχι μόνο κατά την ηλιοθεραπεία, τη χρησιμοποίηση προστατευτικών για τον ήλιο (καπέλο, γυαλιά ηλίου με κατάλληλα φίλτρα, ομπρέλα, φανέλα, ανοιχτόχρωμα ρούχα). Τονίζουμε ότι η χρήση αντηλιακών δεν σημαίνει ότι μπορούμε να παρατείνουμε τον χρόνο ηλιοθεραπείας απεριόριστα και να παραμελήσουμε τα άλλα μέτρα προφύλαξης. Έτσι με μια σωστή ηλιοπροφύλαξη μπορούμε να χαρούμε τον ήλιο και να προλάβουμε τις βλαβερές συνέπειες. Τέλος, καλό θα ήταν να αποφύγουμε τις συσκευές που δίνουν υπεριώδη (UV) ακτινοβολία (solarium).

Ποια είναι η πρόγνωση για ασθενείς με μελάνωμα;

Λόγω της ευαισθητοποίησης ιατρών και κοινού, η διάγνωση του μελανώματος γίνεται πλέον σε πρωιμότερο στάδιο και ως εκ τούτου οι θάνατοι από μελάνωμα παραμένουν σταθεροί παρά την αυξημένη συχνότητα της νόσου. Οι σημαντικότεροι παράγοντες όσον αφορά στην έκβαση της νόσου είναι η παρουσία ή μη συστηματικών ή λεμφαδενικών μεταστάσεων, το πάχος διήθησης του μελανώματος κατά Breslow σε χιλιοστά, το επίπεδο διήθησης κατά Clark και η παρουσία ή μη εξέλκωσης του μελανώματος. Για ένα εντοπισμένο μη-εξελκωμένο λεπτό (<1 χιλ. πάχους) μελάνωμα, η πιθανότητα ίασης φτάνει το 99% μετά από τη χειρουργική αντιμετώπιση του, ενώ στην περίπτωση λεμφαδενικών ή απομακρυσμένων (αιματογενών, συστηματικών) μεταστάσεων η πιθανότητα μακροχρόνιας επιβίωσης μειώνεται πολύ και κυμαίνεται από 15% έως 63% και από 3% έως 16%, αντιστοίχως.

Ιούλιος 2017